- παπαρδέλα
- η (чаще πλ. ) (вздорная) болтовня; тары-бары) трепотня (прост.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παπαρδέλα — η συν. στον πληθ. οι παπαρδέλες ανοησίες, μωρολογίες, φληναφήματα, λόγια τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από παραφθορά τού μσν. πεπραδῖλαι «πορδές» (< πέρδομαι)] … Dictionary of Greek
παπαρδέλα — η συνηθ. πληθ. παπαρδέλες ανοησίες, ψεύδη, φλυαρίες: Περιμέναμε κάτι σοβαρό κι ακούσαμε ένα σωρό παπαρδέλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαρδέλας — ο [παπαρδέλα] αυτός που φλυαρεί άσκοπα, μωρολόγος, φαφλατάς αερολόγος … Dictionary of Greek
σαχλαμπούχλα — και σαχλαμπούρδα, η, Ν μεγάλη σαχλαμάρα, παπαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάχλα + μπούρδα. Το β συνθετικό μπούχλα αφομοιωτικά προς το σάχλα] … Dictionary of Greek